δεῦ

δεῦ
δέομαι
lack
pres imperat mp 2nd sg (doric ionic)
δέομαι
lack
imperf ind mp 2nd sg (doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δεύματα — δεύ̱ματα , δεῦμα that which is steeped neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάδευ — κά̱δευ , κήδω trouble pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) κά̱δευ , κήδω trouble imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • дейте́рий — я, м. физ. Изотоп водорода с массовым числом 2 (вдвое массивнее легкого изотопа водорода). [От греч. δευτερος второй] …   Малый академический словарь

  • δέω — (I) δέω (AM) Ι. μσν. παρακαλώ κάποιον για κάτι («δέομεν, παρακαλοῡμεν νὰ ὁρίσης») αρχ. 1. έχω έλλειψη, στερούμαι 2. φρ. α) «πολλοῡ δέω» έχω μεγάλη ανάγκη β) «παντὸς δέω» έχω πλήρη έλλειψη γ) «πολλοῡ δέω... ὑπὲρ ἐμαυτοῡ ἀπολογεῑσθαι» πολύ απέχω… …   Dictionary of Greek

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

  • δεύω — (I) δεύω (Α) 1. υγραίνω, βρέχω («δάκρυ ἔδευε παρειάς») 2. βρέχω, μουσκεύω κάτι στερεό με νερό, γάλα, κρασί κ.λπ. («δεύω ἄρτον ὕδατι») 3. αλείφω 4. φρ. «ἐρεμνόν αἶμ ἔδευσα» τού έχυσα το αίμα, έκανα να χυθεί το μαύρο του αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

  • φέρτερος — έρα, ον, Α (ποιητ. τ.) (επίθ. συγκριτ. βαθμού) 1. (για πρόσ.) γενναιότερος ή ανώτερος σε μια ιεραρχική τάξη 2. (για πράγμ.) καλύτερος 3. (η αιτ. τού ουδ. ως επίρρ.) φέρτερον καλύτερα («τέττιγος φέρτερον ᾄδεις», Θεόκρ.) 4. φρ. «φέρτερόν ἐστι»… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκό Συμβούλιο — Το κυριότερο όργανο λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται είτε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των κρατών μελών (διάσκεψη κορυφής) είτε από τους αρμόδιους υπουργούς για συγκεκριμένα θέματα. Κάθε χώρα ασκεί την… …   Dictionary of Greek

  • Deuterium — Deu|te̱rium [zu gr. δευτερος = der zweite] s; s: schwerer Wasserstoff; chem. Zeichen: D …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • deutero..., Deutero... — deu|tero..., Deu|tero..., vor Selbstlauten meist: deu|ter..., Deu|ter..., gelegentlich verkürzt zu: deu|to..., Deu|to..., vor Selbstlauten meist: deut..., Deut... [aus gr. δευτερος = der (die, das) zweite, nächste]: Bestimmungswort von Zus. mit… …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”